Συμβουλευτική ζεύγους: τι είναι και πότε χρειάζεται

Η θεραπεία ζεύγους αναφέρεται σε ένα ευρύ φάσμα θεραπευτικών παρεμβάσεων που επιχειρούν να τροποποιήσουν τη σχέση των συντρόφων με στόχο την ενίσχυση της ικανοποίησης από τη σχέση και την αύξηση της λειτουργικότητάς της. Η δυσλειτουργία στο πλαίσιο της σχέσης μπορεί να εμφανίζεται είτε με τη μορφή συγκρούσεων είτε με τη μορφή της απομάκρυνσης και της ελλιπούς επικοινωνίας. Στη θεραπεία ζεύγους ως ασθενής θεωρείται η σχέση και όχι οι μεμονωμένοι σύντροφοι. Αυτό συνεπάγεται ότι δύο υγιείς σύντροφοι μπορεί να συνάψουν μία δυσλειτουργική σχέση. Τα ποσοστά των ατόμων που αναζητούν θεραπεία για τα προβλήματα στη σχέση τους ανέρχεται στο 50% αυτών που προσέρχονται για ψυχοθεραπεία. Η συντροφική σχέση είναι ένας από τους βασικούς πυλώνες της ψυχικής μας υγείας. Αν λοιπόν αυτή ασθενεί τότε πιθανόν και οι ίδιοι να ασθενούμε. Ενώ παλαιότερα ο ρόλος του θεραπευτή ήταν η διατήρηση του γάμου με κάθε κόστος, σήμερα η θεραπεία ζεύγους αποτελεί ένα εξαιρετικά αποτελεσματικό μέσο για να βοηθηθούν οι σύντροφοι να αναπτυχθούν και να ωριμάσουν σε προσωπικό επίπεδο, ανεξάρτητα από την έκβαση της σχέσης. Επίσης, πλέον είναι σημαντική η εφαρμογή προγραμμάτων εμπλουτισμού και διάνθισης της σχέσης, με στόχο την αύξηση της ικανοποίησης από τη σχέση και την ανάπτυξη της προσωπικότητας των συντρόφων.

Πότε όμως ένα ζευγάρι προσέρχεται στη θεραπεία;

Είναι σαφές πως κανένα ζευγάρι δεν παντρεύεται για να χωρίσει. Όμως είναι ακόμα πιο σαφή τα στατιστικά στοιχεία που δείχνουν πως σήμερα στη χώρα μας, περίπου ένας στους δύο γάμους θα οδηγηθεί σε χωρισμό. Όταν δεν υπάρχει ανοιχτή επικοινωνία, τα ζευγάρια νιώθουν πως τα προβλήματα στη σχέση τους είναι ανυπέρβλητα και οδηγούνται σε έντονα αρνητικά συναισθήματα, που έχουν ως αποτέλεσμα να συμπεριφέρονται άσχημα ο ένας στον άλλον. Το αποτέλεσμα είναι να επιτείνεται η συναισθηματική δυσφορία και να αποδυναμώνεται η συντροφικότητα.

Στους λόγους για τους οποίους ένα ζευγάρι μπορεί να προσέλθει για θεραπεία περιλαμβάνονται οι συνεχείς διενέξεις μεταξύ τους, τα προβλήματα στην επικοινωνία, η έλλειψη εγγύτητας, η απουσία ικανοποίησης του ενός από τον άλλο και τα προβλήματα που σχετίζονται με το σεξ. Επίσης, στην κλινική πράξη είναι αρκετά συνηθισμένο κάποιος από τους δύο συντρόφους να φέρει ως κύριο θεραπευτικό αίτημα συμπτώματα άγχους ή κατάθλιψης, ενώ το υποκείμενο πρόβλημα να αφορά τη σχέση του ζευγαριού. Μην ξεχνάμε πως τα ζητήματα των σχέσεων του ζευγαριού εξετάζονται στο πλαίσιο του κύκλου της ζωής. Συχνά με την έλευση των παιδιών, όταν τα άτομα μεταβαίνουν από το ρόλο του συντρόφου στο ρόλο του γονέα, διαταράσσονται οι ισορροπίες και χρειάζεται προσπάθεια για να επανέλθουν σε εύρυθμη λειτουργία.

Στο γραφείο μας αντλούμε στοιχεία από την συστημική, γνωσιακή και συμπεριφορική θεραπεία και χρησιμοποιούμε το μοντέλο PAIRS (Practical Application of Intimate Relationship Skills), ένα αναλυτικό θεραπευτικό πρόγραμμα για ζευγάρια με στόχο την εκμάθηση δεξιοτήτων που έχουν να κάνουν με τη συντροφική σχέση. Ας μην ξεχνάμε πως η συντροφική σχέση οφείλει να μας δίνει χαρά, να μας προσφέρει ασφάλεια και φροντίδα και να νιώθουμε αποδεκτοί και κατανοητοί μέσα σε αυτήν. Αν υπάρχει αυτή η βάση τότε σίγουρα αξίζει να φροντίσουμε και να θεραπεύσουμε μία τέτοια σχέση! Αν όχι, όπως συνηθίζω να λέω στις συνεδρίες μας, τα δράματα καλό είναι να τα επιλέγουμε για το σινεμά και όχι για την αληθινή μας ζωή!